ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΝΟΥΑΡ
Μικρή εισαγωγή στο είδος του νουάρ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΝΟΥΑΡ
Το noir αφήγημα, ή Hardboiled crime fiction σύμφωνα με την αγγλοσαξωνική ορολογία, είναι υποκατηγορία της αστυνομικής φιλολογίας, που διακρίνεται για τα στοιχεία βίας και σεξ που περιέχει σε μεγαλύτερες δόσεις και πιο ρεαλιστικές περιγραφές από αφηγήματα της κλασικής αστυνομικής φιλολογίας.
Σύμφωνα με κάποιους πιο απλοποιημένους ορισμούς οι πλοκές του είδους περιστρέφονται γύρω από ένα έγκλημα (που έχει τελεστεί ή πρόκειται να τελεστεί) του οποίου ο δράστης είναι εξ αρχής γνωστός (άρα δεν έχει το στοιχείο του μυστηρίου ως προς την ταυτότητά του, που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει ένα αστυνομικό διήγημα κλασικής φόρμας). Στην υπόθεση πρωταγωνιστεί ένας ντετέκτιβ και συνήθως μια μοιραία γυναίκα στα αισθησιακά θηλυκά πρότυπα των δεκαετιών του ’30 και του ’40. Οι παραλλαγές στη σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πρωταγωνιστές ορίζει και την πλοκή.
Ωστόσο, επειδή κανένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά του είδους δεν είναι θεσμοθετημένος κανόνας, τίποτα δεν εμποδίζει τους συγγραφείς του είδους να συνθέτουν τη συνταγή τους με δόσεις που οι ίδιοι αποφασίζουν, φτάνει μόνο να διατηρούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει το είδος. Τους επιτρέπεται ακόμα και να μπουν στα χωράφια της κλασικής φιλολογίας και να ντύνουν την αφήγησή τους με πιο σύνθετα ψυχογραφήματα των ηρώων τους, πρακτική που το παραδοσιακό είδος της γενικά λαϊκής λογοτεχνίας (ή παραλογοτεχνίας, αν θέλετε) αποφεύγει, ρίχνοντας το κύριο βάρος στην αφήγηση της δράσης.
Το είδος αναπτύχθηκε αρχικά στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του ’20 στα λεγόμενα περιοδικά του πολτού (pulp magazines) και ειδικότερα στο περίφημο λαϊκό περιοδικό Black Mask, που πρώτο χρησιμοποίησε και τον όρο ‘‘Hardboiled’’ για να ορίσει το είδος, με έννοια που αναφέρεται για το πολύ βρασμένο αβγό, αλλά στην κάπως αργκό φρασεολογία αυτών των περιοδικών σημαίνει ‘‘σκληρός’’. Αρχικά δεν αφορούσε μόνο στις αστυνομικές νουβέλες αυτού του είδους, μα συμπεριελάμβανε κάθε είδους περιπετειώδες ανάγνωσμα που χαρακτηριζόταν για σκληρές περιγραφές και βία είτε επρόκειτο για αστυνομικό, γουέστερν, κατασκοπικό κλπ ακόμα και αθλητικό. Η αποκλειστική αναφορά του στα αστυνομικά αφηγήματα τοποθετείται κάπου στις αρχές της δεκαετίας το ’30, χωρίς πάντως τούτο να μπορεί να ειπωθεί με ακρίβεια. Προοδευτικά οi όροi ‘‘Hardboiled’’ και ‘‘Pulp Fiction’’ ταυτίστηκαν στο να σημαίνουν και οι δυο το είδος αυτό της αστυνομικής παραλογοτεχνίας.
Πρωτοπόρος του είδους υπήρξε ο Κάρολλ Τζων Ντάλυ στα μέσα της δεκαετίας του ’20, το έκανε δημοφιλές ο Ντάσιελ Χάμμεττ (Σαμ Σπέιντ) και ο Ράιμοντ Τσάντλερ (Φίλιπ Μάρλοου) το εξωράισε στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Από τους αμέτρητους συγγραφείς που ασχολήθηκαν στις ΗΠΑ με το είδος στις δυο επόμενες δεκαετίες ξεχωρίζουν για την παγκόσμια διάδοση του έργου τους ο Μίκυ Σπίλεϊν, ο Έντγκαρ Ουάλλας, ο Πήτερ Τσένεϋ (Λέμμυ Κώσιον) και η ομάδα συγγραφέων κάτω από το κοινό ψευδώνυμο ‘‘ Έλερυ Κουήν’’.
Οι ‘‘σκληροί’’ ντετέκτιβ σε αυτό το είδος -επώνυμοι, ή ανώνυμοι- είναι πανομοιότυποι: δεν ασχολούνται μόνο για τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος, όπως οι ‘‘σοφτ’’ συνάδελφοί τους όπως π.χ. ο Ηρακλής Πουαρό ή η μις Μαρπλ της Αγκάθα Κρίστι, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ του Ζορζ Σιμενόν, ο Μπέκας του Γιάννη Μαρή. Αντιμετωπίζουν κινδύνους, μετέρχονται βία, δεν διστάζουν να πυροβολήσουν. Σαν χαρακτήρες σκιαγραφούνται από τους ‘‘γεννήτορές’’ τους με μια σκληρή διάθεση απέναντι στον αντίπαλο: αν θέλει καυγά, θα τον έχει. Είναι ψύχραιμοι, αλαζονικοί και είρωνες, γιατί όχι και επιπόλαιοι.
Στην Ευρώπη, που το είδος έχει μια υφή πιο κουλτουρέ, έχει επηρεαστεί από τη γαλλική σχολή του Μορίς Λεμπλάν (Αρσέν Λουπέν), του Γκαστόν Λερού των Μαρσελ Αλλαίν και Πιέρ Σουβέστρ (Φαντομάς) κλπ και για αυτό έχει επικρατήσει ο γαλλικός όρος ‘‘νουάρ’’ (μαύρος) από το σκοτεινό περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι ήρωες. Ο ιταλικός όρος ‘‘τζάλλο’’ (κίτρινος) είναι πολύ μεταγενέστερος, πολύ πιο πλατύς και το νουάρ είναι απλώς μια από τις κατηγορίες του.
Το παρακάτω σύντομο διήγημα εντάσσεται στην κατηγορία των νουάρ, γιατί περιέχει τα ατμοσφαιρικά εκείνα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το είδος, έστω και αν οι χαρακτήρες τους δεν είναι ολότελα αντιπροσωπευτικοί νουάρ σε πρώτη ανάγνωση.
Είναι ένα από τα διηγήματα της συλλογής «Σε στυλ νουάρ» που αποτελείται από μονοσέλιδα αστυνομικά διηγήματα τα οποία γράφτηκαν μεταξύ 1985 και 1989 για το περιοδικό «Και».
Η μεταγενέστερη αναθεώρησή τους είχε να κάνει μόνο με την επέκτασή τους σε μέγεθος περίπου διπλάσιο, όταν η συλλογή επιμελήθηκε για να εκδοθεί σε βιβλίο. Παραμένει ακόμα ανέκδοτη.
Για το εξώφυλλο του διηγήματος χρησιμοποιήθηκε εικονογράφηση εξωφύλλου αμερικανικού παλπ της δεκαετίας του ’40.
«ΘΑ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΩ!»
Ο Ρον Ντάγκλας σήκωσε το κεφάλι του από τις στοίβες χαρτιά που ήταν σωριασμένα ακατάστατα πάνω στο γραφείο του. Ολόκληρο το οπτικό του πεδίο, τού το έκρυβε ο όγκος ενός ανθρώπου, που στεκόταν όρθιος μπροστά του. Ο χαρακτηρισμός ευτραφής τού ταίριαζε περισσότερο από το να τον πεις απλώς γεροδεμένο.
Ο Ντάγκλας τον παρατήρησε προσεκτικά.
Ο τύπος μπροστά του φορούσε ένα κουρασμένο παλιομοδίτικο κουστούμι από γκρι φτηνό ύφασμα. Ήταν φανερό πως είχε φτιαχτεί αρκετά χρόνια πριν, όταν ο κάτοχός του προφανώς μετρούσε αρκετά κιλά λιγότερα. Ο ρόλος της φαρδιάς παρδαλής γραβάτας με χαλαρό κόμπο στο ανοιχτό κουμπί του λαιμού ήταν ασφαλώς για να κρύβει τα τσιτωμένα κουμπιά στις δυο κουμπότρυπες στο σχεδόν σφαιρικό στομάχι του.
Δεν ήταν και ό,τι το ωραιότερο σε εμφάνιση ο άντρας μπροστά του. Ωστόσο, κάτι του έλεγε ότι ο άντρας αυτός, παρά την ασουλούπωτη εμφάνισή του, έκρυβε μέσα του έναν αδιόρατο κίνδυνο.
Οι αισθήσεις του Ρον Ντάγκλας τέθηκαν σε συναγερμό ετοιμότητας.
Το διακριτικό σήμα του ομοσπονδιακού αστυνομικού στη δίπτυχη ταυτότητα που ο ογκώδης άντρας του είχε κολλήσει λίγα εκατοστά μπροστά από τη μύτη, τράβηξε αναγκαστικά την προσοχή του.
Το βλέμμα του ερωτηματικό διασταυρώθηκε με αυτό του βλοσυρού αστυνόμου με τα τετράγωνα χαρακτηριστικά, τα ροδαλά μάγουλα και τα ξανθά κοντοκομμένα όρθια σαν βούρτσα μαλλιά.
Με αργές κινήσεις ο Ντάγκλας έβγαλε τα γυαλιά του και προσπάθησε να δείχνει όσο πιο απορημένος μπορούσε.
Στην πραγματικότητα την περίμενε αυτήν την επίσκεψη και μάλιστα αρκετά νωρίτερα. Για αυτό το πρωί, πριν φύγει από το μικρό εργένικο διαμέρισμά του, είχε δοκιμάσει μπροστά στον καθρέφτη αρκετές εκφράσεις που να δείχνουν απορία.
Έφυγε για τη δουλειά του, αφού πρώτα είχε βεβαιωθεί πως είχε διαλέξει την πιο κατάλληλη έκφραση για την περίσταση.
«Υπαστυνόμος Μπόρις Μπρζίνσκι» συστήθηκε ο ευτραφής άντρας και κάθισε στην καρέκλα απέναντι από τον Ντάγκλας, χωρίς να του ζητήσει την άδεια να το κάνει. Η τυπική ευγένεια δεν θα ήταν ανάμεσα στα προσόντα που τον προώθησαν στην ιεραρχία του Σώματος.
Η προφορά του δεν ξεχώριζε από αυτή ενός γνήσιου Νεοϋροκέζου. Ο λόγος του, όμως ήταν κάπως αργός μακρόσυρτος και φωνή του βαριά, ανάλογη με τα κιλά του. Πρόδιδε πάντως άνθρωπο που ήταν σίγουρος για τον εαυτό του και έδειχνε να έχει διαλέξει τις λέξεις του από πριν διατυπώσει την πρότασή του.
Η βεβαιότητα του Ντάγκλας ότι ο άνθρωπος αυτός σαν σου βρεθεί αντίπαλος θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, ενισχύθηκε.
«Σίγουρα, θα είναι κάποιος Πολωνός μετανάστης δεύτερης γενιάς, που το αστυνομικό σώμα είναι για αυτούς ιδεώδης λύση για καριέρα με το στοιχείο της εξουσίας να την καταξιώνει…» σκέφτηκε ο Ντάγκλας.
«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, υπαστυνόμε;» ρώτησε φροντίζοντας να διατηρήσει την απορημένη έκφραση στο πρόσωπό του.
Ακόμα και την ερώτηση, αυτήν την τόσο απλή και κοινότυπη ερώτηση, την είχε δοκιμάσει δεκάδες φορές μπροστά στον καθρέφτη διαλέγοντας με προσοχή τον τονισμό της.
Ο υπαστυνόμος Μπόρις Μπρζίνσκι βύθισε σιωπηλός το βλέμμα των γαλάζιων ξεπλυμένων ματιών του στα μάτια του Ντάγκλας. Έδειχνε ότι επεδίωκε να πάρει τις πρώτες πληροφορίες του από τις εσωτερικές αντιδράσεις, που πάντα καθρεφτίζονται με ακρίβεια στο βλέμμα του άλλου, όταν μάλιστα ο άλλος απροετοίμαστος δεν έχει ακόμα οργανώσει την άμυνά του.
Για έναν έμπειρο αστυνομικό τούτο είναι πάντα η πρώτη αδιάψευστη κατάθεση. Και ο Μπρζίνσκι έδειχνε, το δίχως άλλο, έμπειρος και μάλλον ένθερμος οπαδός του αστυνομικού δόγματος, πως η ανάκριση αρχίζει με την προϋπόθεση ότι όλοι είναι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
Τίποτα καλό δεν προμήνυε η παρατεταμένη σιωπή του υπαστυνόμου στην ερώτηση του Ντάγκλας.
Ξαναρώτησε.
«Λοιπόν, κύριε υπαστυνόμε;»
Άκουσε τη φωνή του να σιγοτρέμει…
«Τι διάολο! Θα πρέπει να είναι φυσιολογική μια τέτοια αντίδραση…» δικαιολόγησε ενδόμυχα την κοντή ανάσα του και το ελαφρό λαχάνιασμα στη φωνή του. «Έχω απέναντί μου έναν μπάτσο που με κοιτάζει και δεν μου λέει τι με θέλει!… Τι θα έπρεπε να χαμογελάω ηλίθια;» συνέχισε τη σκέψη του.
Μη θέλοντας να προδώσει περισσότερο με το βλέμμα του τις αντιδράσεις του, φόρεσε πάλι τα γυαλιά του κι έστρεψε την προσοχή του στο μολύβι, που εδώ και αρκετή ώρα το στριφογύριζε στα δάχτυλά του με προσποιητή αμηχανία.
«Υποθέτω, πως θα αγνοείτε για ποιον λόγο είμαι εδώ…» αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή του ο Μπόρις Μπρζίνσκι.
«Σας βεβαιώνω, πως έτσι είναι… Δεν σας κρύβω, ωστόσο, ότι η παρουσία σας εδώ με ανησυχεί…»
“O Μπρζίνσκι έδειχνε να πιστεύει
στο ανακριτικό δόγμα,
ότι όλοι είναι ένοχοι
μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου…”
Ο Ρον Ντάγκλας είχε διαλέξει με προσοχή μια-μια τις λέξεις, πριν τις προφέρει αργά. Θα έπρεπε να εκφράζουν την αγωνία του και την άγνοιά του. Για το πρώτο δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει. Του έβγαινε φυσιολογικά.
Άγνοια, όμως δεν είχε. Ήξερε και ήξερε μάλιστα πολύ καλά για ποιον λόγο είχε δεχτεί την επίσκεψη του υπαστυνόμου.
Μετά από μια μικρή παύση λίγο θεατρική για τις εντυπώσεις, λίγο αναγκαία για γεμίσει τα πνευμόνια του με καινούργιο αέρα, συμπλήρωσε χαμογελώντας βιασμένα.
«Δεν μου ‘χει τύχει υπηρεσιακή επίσκεψη αστυνόμου και να ‘ναι για καλό!»
Ο υπαστυνόμος Μπρζίνσκι του ανταπόδωσε το χαμόγελο. Στην πραγματικότητα ήταν μια στρυφνή στιγμιαία γκριμάτσα, που έδειχνε καθαρά ότι δεν επιδοκίμαζε το χιούμορ του συνομιλητή του σε ώρα υπηρεσίας. Περισσότερο επιβεβαίωνε για μια ακόμα φορά τους φόβους του Ντάγκλας.
«Πράγματι, κύριε Ντάγκλας, δεν πρόκειται για καλό…»
Έκανε μια μικρή παύση… Ήταν φανερό ότι έψαχνε να ταιριάξει τις λέξεις που έπρεπε να πει. Ή μήπως συνέχιζε εκείνο το εκνευριστικό ψυχολογικό κρυφτούλι με τον υποψήφιο ύποπτο;
Ο Ρον Ντάγκλας ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο για το δεύτερο. Οι αστυνόμοι, ο Ντάγκλας το ήξερε πολύ καλά, είχαν έτοιμα υπηρεσιακά κλισέ για να αναγγέλλουν και το πιο δυσάρεστο πράγμα στον κόσμο για να μην κοπιάζουν να ψάχνουν να βρουν τις κατάλληλες λέξεις και φράσεις για κάθε περίπτωση χωριστά. Για αυτό και μόνο τον λόγο ήταν σίγουρος, ότι επρόκειτο για μέρος του σχεδίου ‘‘Ψυχολογικός Πόλεμος’’.
Τελικά, ο υπαστυνόμος αποφάσισε να το πει μια και καλή. Χωρίς περιστροφές. Υπηρεσιακά.
«Κύριε Ντάγκλας η αδελφή σας, η Σύνθια Μάρτιν, βρέθηκε δολοφονημένη στο διαμέρισμά της σήμερα το πρωί. Την βρήκε η γυναίκα που της κάνει την καθαριότητα…»
Το ξάφνιασμα του Ντάγκλας δεν είχε τίποτα το μελοδραματικό. Αντίθετα, έδειχνε σαν να άκουσε για τον φόνο κάποιου άγνωστου και αδιάφορου σε αυτόν.
Ένας που θα ήξερε τις σχέσεις των δύο αδελφιών, θα θωρούσε πολύ φυσιολογική την αντίδραση του Ρον Ντάγκλας στο άκουσμα της αναπάντεχης είδησης, ότι η αδελφή του δολοφονήθηκε.
«Η αδελφή μου η Σύνθια βρέθηκε δολοφονημένη; Έπρεπε να το περιμένω! Είχε πολλούς εχθρούς και σίγουρα μια μέρα έτσι θα κατέληγε!… Πώς την σκότωσαν, υπαστυνόμε;»
«Της σύντριψαν το κρανίο, μάλλον με σιδερολοστό ή κάτι παρόμοιο. Δεν φαίνεται να υπήρχε κίνητρο ληστείας, ή να προηγήθηκε καυγάς με γνωστό της πρόσωπο. Μάλλον, ο δολοφόνος της την περίμενε κρυμμένος στο διαμέρισμά της επί τούτοις. Να τη σκοτώσει εν ψυχρώ!.. Θα είχε κάποιους στο περιβάλλον της, που όπως είπατε κι εσείς, θα την μισούσαν θανάσιμα….»
Τόνισε ιδιαίτερα την τελευταία του φράση, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ντάγκλας.
«Είπατε, κύριε υπαστυνόμε, ότι την περίμενε… Πώς μπήκε; Η αδελφή μου δεν διέκρινε ίχνη παραβίασης στην πόρτα της; Πώς φθάσατε στο συμπέρασμα ότι την περίμενε και δεν του είχε ανοίξει η ίδια αναγνωρίζοντας πιθανώς κάποιον γνωστό της, αλλά αγνοώντας τις προθέσεις του;»
«Βρέθηκε βίαια παραβιασμένη η πόρτα της κουζίνας που βλέπει στην πίσω σκάλα κινδύνου…» απάντησε ήρεμα ο υπαστυνόμος. «Ίσως, όμως και να έχετε δίκιο… Να του άνοιξε η ίδια και μετά τον φόνο ο δολοφόνος της να διέρρηξε την πόρτα στη σκάλα του κινδύνου για να θολώσει τα νερά…»
Ενώ ο Μπόρις Μπρζίνσκι άναβε τσιγάρο, ο Ρον Ντάγκλας έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και έμεινε σε μια στάση σιωπηρής περισυλλογής. Μια στάση που του είχε φανεί πειστικά δικαιολογημένη για την περίσταση και την είχε προβάρει κι αυτή το πρωί.
«Πώς και δεν το είχατε ήδη πληροφορηθεί, κύριε Ντάγκλας;»
Ο τόνος στη φωνή του υπαστυνόμου ακούστηκε ελαφρά ειρωνικός. Ή έτσι του φάνηκε;
«Από ποιον να το πληροφορηθώ; Είχε κρατήσει το όνομα του πρώην άντρα της και προφανώς κανένας γνωστός μου από όσους θα το έμαθαν, θα ήξερε ότι ήμουν αδελφός της. Ξέρετε, δεν μιλούσα ποτέ για αυτήν. Ούτε αυτή για μένα.»
«Το είπαν στις πρωινές ειδήσεις…»
«Δεν ακούω ποτέ πρωινές ειδήσεις… Αν ωστόσο ήξερα ότι θα μετέδιδαν μια τόσο συνταρακτική είδηση, ίσως να έκανα μιαν εξαίρεση σήμερα… Αλήθεια, εσείς πώς με εντοπίσατε;»
«Από την ασφαλιστική της εταιρεία. Είχαν και τα δικά σας στοιχεία. Ξέρετε, πάντα κρατούν και τα στοιχεία των πλησιέστερων συγγενών των ασφαλισμένων…»
Μολονότι, πρακτικά θα ήταν απίθανο η Σύνθια να τον είχε ορίσει κληρονόμο της, ο Ρον δεν είχε κανένα λόγο να μην πιστέψει τον υπαστυνόμο, πως με αυτό τον τρόπο θα το είχαν εντοπίσει.
«Σας αφήνει τίποτα, κύριε Ντάγκλας;»
«Ναι. Τις χειρότερες των αναμνήσεων ότι υπήρξε κάποτε αδελφή μου!…»
«Περιουσιακά, εννοώ, κύριε Ντάγκλας!» έκανε στρυφνά ο αστυνομικός, που δεν φαίνεται να εκτιμά ούτε το χιούμορ εν ώρα υπηρεσίας, ούτε τα σχόλια του Ντάγκλας που έχουν να κάνουν στις σχέσεις του με τη Σύνθια Μάρτιν· την αδελφή του.
«Από όσο ξέρω, έχει γράψει ολόκληρη την περιουσία της σε ένα ίδρυμα…»
Ο υπαστυνόμος έσβησε τη γόπα του τσιγάρου του στο τασάκι κ άφησε τον Ρον Ντάγκλας στην περισυλλογή του. Απλώς τον παρακολουθούσε σιωπηλός χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλα του χεριού του στο τραπέζι.
Για αρκετές μέρες ο Ρον Ντάγκλας παραμόνευε κρυμμένος στη γωνιά του δρόμου απέναντι από την κατοικία της αδελφής του περιμένοντας με υπομονή να την δει να φεύγει κάποια μέρα αργά το απόγευμα.
Επιτέλους, η ευκαιρία που περίμενε του στάθηκε την προηγούμενη μέρα.
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, όταν την είδε να βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας της, να μπαίνει στο αυτοκίνητό της και να φεύγει. Το δίχως άλλο, δεν θα επέστρεφε πριν η νύχτα θα ήταν προχωρημένη και το σκοτάδι θα κάλυπτε τα πάντα.
Περίμενε λίγο να βεβαιωθεί ότι δεν θα επέστρεφε αμέσως έχοντας ίσως κάτι ξεχάσει και με την καρδιά του να χτυπά δυνατά για αυτό που ήταν αποφασισμένος να κάνει.
Ναι, ήταν αυτός που το προηγούμενο βράδυ αφού πρώτα διέρρηξε το διαμέρισμα της αδελφής του από την πόρτα στη σκάλα κινδύνου χρησιμοποιώντας σαν μοχλό τον βαρύ σιδερένιο λοστό που είχε φέρει μαζί του, την περίμενε στο σκοτάδι για να της ανοίξει μετά και το κεφάλι με τον ίδιο λοστό.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Δεν τον αντιλήφθηκε, που αθόρυβα βρέθηκε πίσω της και στο αμυδρό φωτισμό απ’ έξω, ζύγιασε το βαρύ σίδερο πάνω από το κεφάλι της και της κατάφερε ένα τρομακτικό σε δύναμη χτύπημα στην κορυφή του κρανίου της.
Πρώτα ακούστηκε ο ανατριχιαστικός κρότος από το σίδερο που θρυμμάτιζε θανατηφόρα το κόκαλο και σχεδόν ταυτόχρονα ο πνιχτός γδούπος του κορμιού της στη μοκέτα του πατώματος. Ούτε άχνα δεν είχε προλάβει να βγάλει.
Έμεινε ασάλευτος στο σκοτάδι κρατώντας την αναπνοή του. Ήθελε να βεβαιωθεί πως όλα είχαν τελειώσει με την πρώτη. Πως δεν θα του χρειαζόταν και χαριστική βολή. Ίσως, δεν θα είχε καν το κουράγιο να το κάνει. Ήθελε ακόμα να δώσει στον εαυτό του μερικά δευτερόλεπτα να εξοικειωθεί στην ιδέα του φονικού που είχε διαπράξει.
Ανάβοντας το φως, το θέαμα του άψυχου πεσμένου κορμιού μπρούμυτα στο πάτωμα με μια λίμνη αίματος γύρω από το συντριμμένο κρανίο, του έσφιξε το στομάχι. Μπορεί να μισούσε τη Σύνθια όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο, αλλά όπως και να είχε το να σκοτώσεις άνθρωπο εν ψυχρώ ήταν μια τρομακτική εμπειρία.
Η Σύνθια του είχε υποσχεθεί να τον καταστρέψει, να τον αφανίσει και έως έναν βαθμό είχε κρατήσει την υπόσχεσή της με προοπτικές να την ολοκλήρωνε, αν την άφηνε να ζήσει.
Είχε υποσχεθεί κι αυτός με τη σειρά του να τη σκοτώσει. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του και ποτέ φωναχτά. Τότε, τι διάολο τον υποπτευόταν ο χοντρό-Πολωνός, ή η επίσκεψή του ήταν απλώς μια τυπική επίσκεψη να τον ενημερώσει για τη δολοφονία της αδελφής του και να του ζητήσει μια κατάθεση που ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαλεύκανση του εγκλήματος.
Η Σύνθια και ο Ρον δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις μεταξύ τους. Ούτε από τότε που ήτανε παιδιά. Όντας αρκετά χρόνια μικρότερός της, συγκέντρωνε όλη τη φροντίδα και την αγάπη του στερνοπαιδιού της οικογένειας βάζοντας στο περιθώριο την έως τότε επίκεντρο του οικογενειακού ενδιαφέροντος Σύνθια.
“Δεν τον αντιλήφθηκε…
Ζύγιασε το βαρύ σίδερο
πάνω από το κεφάλι της…”
Μια απόπειρά της μάλιστα να τον βγάλει από την μέση προκαλώντας του ασφυξία με το μαξιλάρι την ώρα που κοιμόταν, είχε θεωρηθεί από τους γονείς τους σαν ένα άδολο, μα επικίνδυνο ωστόσο παιδικό κάμωμα και για το οποίο είχε τιμωρηθεί αρκετά αυστηρά. Αλλά συνέχεια άλλη δεν είχε δοθεί.
Από την περιουσία που τους άφησαν οι γονείς τους πεθαίνοντας ο Ρον λίγα είχε ακόμα στην κατοχή του. Με εκβιασμούς, πλαστογραφήσεις και δικαστικές διεκδικήσεις τα περισσότερα από όσα του ανήκαν είχαν περάσει στα χέρια της άπληστης αδελφής του, που αποζητούσε την πλήρη εκμηδένισή του, όχι για άλλον λόγο παρά από απύθμενο μίσος. Η σχέση τους ήταν αμοιβαία σχέση μίσους εδώ και πολλά χρόνια.
Αποφεύγοντας να βλέπει το πεσμένο κορμί, που θέα του τού έφερνε ναυτία, σκούπισε με το μαντήλι του όσο μπορούσε καλύτερα τον ματωμένο λοστό και τον έκρυψε μέσα στην καμπαρτίνα του με την προοπτική να απαλλαγεί από αυτόν πετώντας τον κάπου μακριά.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του κι έφυγε.
Ένοιωθε ψύχραιμος και το σπουδαιότερο, απελευθερωμένος.
Πήρε το μετρό κι επέστρεψε σπίτι του αφού προηγουμένως είχε πετάξει τον φονικό λοστό σε έναν δημοτικό κάδο ανακύκλωσης μεταλλικών αντικειμένων κάπου μακριά από την ευθεία μεταξύ του σπιτιού του και της αδελφής του.
Άνοιξε την τηλεόραση στο κανάλι του βίντεο και κάθισε να δει την ταινία που είχε προγραμματίσει να γράψει στη διάρκεια της απουσίας του. Έπρεπε να τη δει προσεκτικά. Ήταν το άλλοθί του στην περίπτωση όπου η αστυνομία θα τον υποπτευόταν. Αφού την είδε, την έσβησε από την κασέτα. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Το ότι η επομένη μέρα δεν θα του πήγαινε καλά το κατάλαβε όταν βγαίνοντας από το σπίτι του, ένας απρόσεκτος οδηγός τον πιτσίλισε άσχημα λερώνοντας με λασπονέρια την καμπαρτίνα του.
Αφού είδε ότι με τις βλαστήμιες δεν επρόκειτο να καθαρίσει, αποφάσισε να την αφήσει στο κοντινό καθαριστήριο πριν πάρει το μετρό για το γραφείο του.
«Τι σκέφτεστε, κύριε Ντάγκλας;» τον έφερε στην πραγματικότητα η φωνή του υπαστυνόμου… «Δεν δείχνετε να σας στενοχωρεί η δολοφονία της αδελφής σας… Αντίθετα, θα έλεγε κανένας ότι μάλλον δείχνετε… πώς να το πω; …Ανακουφισμένος!»
Η αντίδρασή του ήταν φυσιολογική και όχι προμελετημένη.
«Μα τι λέτε, κύριε υπαστυνόμε!… Είναι δυνατό; Είναι γνωστό και δεν προσπάθησα να το κρύψω ότι οι σχέσεις μας ήταν κάτι περισσότερο από εχθρικές. Σε καμιά περίπτωση δεν λέω ότι με ευχαριστεί…. Ότι με ανακούφισε, όπως ισχυρίζεστε, ο θάνατός της. Οπωσδήποτε, όμως, θα ήταν και υποκρισία να δείξω ότι μου κόστισε…. Αναλογιζόμουν ψάχνοντας να θυμηθώ κάποια καλή στιγμή μαζί της… Θα το πιστέψετε;»
«Όχι!»
«Σίγουρα, όμως, θα πάω στην κηδεία της… Υποπτεύεστε κανέναν;»
«Βασικά, εσάς!» του δήλωσε χωρίς περιστροφές ο αστυνομικός κοιτάζοντας επίμονα στα μάτια για να δει την αντίδραση που περίμενε.
Ο Ντάγκλας τον απογοήτευσε. Δεν έδειξε καμιά αντίδραση τέτοια που θα έφερνε τις χειροπέδες πιο κοντά στα χέρια του. Έδειχνε να παραμένει ήσυχος κι ατάραχος για τον εαυτό του. Ωστόσο, ένα παγωμένο ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη.
«Υποθέτω, λοιπόν, πως ό,τι πω από εδώ και πέρα θα χρησιμοποιηθεί σε βάρος μου. Έτσι;»
«Ακριβώς!… Μπορείτε να καλέσετε τον δικηγόρο σας…»
«Δεν θα τον χρειαστώ… Τουλάχιστον προς το παρόν, ελπίζω… Είμαι στη διάθεσή σας…»
«Καλώς…»
Ο Μπρζίνσκι έβγαλε από την τσέπη του ένα μπλοκ και ένα στυλό.
«…Ας αρχίσουμε από τα κλασικά… Τι άλλοθι έχετε;»
«Θα σας απογοητεύσω… Δεν έχω απολύτως κανένα! Βλέπετε, δεν μπορούσα να προβλέψω, ώστε να φρόντιζα να έχω..»
«Έστω… Τι κάνατε χτες το βράδυ μεταξύ 9 και 11;»
Ο Ντάγκλας καμώθηκε, ότι προσπαθούσε να θυμηθεί.
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Από όσο μπορώ να θυμηθώ είχα μείνει στο σπίτι, έβρεχε κιόλας κι έβλεπα τηλεόραση. Μετά τις ειδήσεις είχε ένα από τα αγαπημένα μου φιλμ νουάρ, που δεν ήθελα με κανένα τρόπο να το χάσω.. Το..»
«Το πάθος κι αίμα!… Με τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ και την Λορίν Μπακόλ!.. Το νουάρ είναι και το δικό μου πάθος!…» τον διέκοψε ενθουσιασμένος ο Μπρζίνσκι. «…Κι εγώ το είδα! Μόνο που η κόπια ήταν πολύ κακή και κοβόταν συνεχώς…» συμπλήρωσε κατσούφικα.
«Εκτιμώ τις προσπάθειές σας, υπαστυνόμε, να με παγιδέψετε. Αλλά το κόλπο είναι παλιό και φτηνό. Η ταινία δεν κόπηκε ούτε στιγμή!»
«Σωστά!..» παραδέχτηκε ο αστυνομικός κι ο Ντάγκλας ένιωσε να κερδίζει στον πρώτο γύρο. «…Μόνο που το πάθος του αστυνομικού αινίγματος που αναζητιέται η λύση του, το έχουν κι άλλοι…» συμπλήρωσε ο Μπρζίνσκι, που δεν έδειξε να πτοείται από την πρόσκαιρη ήττα του.
«Τι θέλετε, να πείτε;»
Κάτι μέσα του τον προειδοποιούσε για επερχόμενο κίνδυνο κι ετοιμάστηκε για άμυνα. Από την αρχή είχε καταλάβει πως ο χοντρο-Πολωνός δεν θα ήταν εύκολος αντίπαλος.
«Εννοώ κάποιον κύριο Ρέξαμ…»
«Λυπάμαι, δεν τον ξέρω!»
«Ίσως. Αλλά το πρωί αφήσατε στο καθαριστήριό του την καμπαρτίνα σας για να την καθαρίσει… Έτσι δεν είναι;»
«Και τι σχέση έχει αυτό;»
Ο Μπρζίνσκι έδειχνε πως άρχιζε να απολαμβάνει τούτο το παιχνίδι που εξελισσόταν σε παιχνίδι γάτας με ποντίκι.
«Έχει σχέση. Να, ξέρετε δα, τώρα πώς ψάχνουν αυτοί στα καθαριστήρια στις τσέπες των ρούχων που τους πάνε μην έχει ξεχαστεί κανένα χαρτί, κανένα σημείωμα, τίποτα χρήματα ή κάτι επικίνδυνο πριν τα βάλουν στο πλυντήριο. Καταλαβαίνετε…»
«Λυπάμαι, αλλά συνεχίζω να μην καταλαβαίνω…»
«Ο κύριος Ρέξαμ, λοιπόν κάνοντας αυτή τη συνηθισμένη ρουτίνα της δουλειάς του, βρήκε στη τσέπη της καμπαρτίνας σας ξεχασμένο ένα μαντήλι… Ένα ματωμένο μαντήλι που δεν έμοιαζε να έχει σκουπίσει ματωμένη μύτη…»
Ο Ρον Ντάγκλας άρχισε να καταλαβαίνει. Οι πρώτες στάλες κρύου ιδρώτα άρχισαν να γυαλίζουν στο μέτωπό του. Ο υπαστυνόμος συνέχισε. Οι λέξεις του έμοιαζαν με συνεχείς βολές καταπέλτη που έβρισκαν στόχο.
«…Είχε ακούσει και για κάποιο πτώμα με πολτοποιημένο κεφάλι και σαν καλός πολίτης, μας ειδοποίησε… Καταλαβαίνετε, βέβαια, πως για την υπηρεσία Σήμανσης τα πράγματα από δω και πέρα ήταν παιχνιδάκι. Ξέχωρα που η ομάδα αίματος έμοιαζε με αυτό της αδελφής σας βρέθηκαν και ίχνη σπασμένου κρανιακού οστού… Μοιραίο λάθος σας, κύριε Ντάγκλας, να σκουπίσετε τον λοστό με το μαντήλι σας, ποιος ξέρει γιατί και δικαιολογημένη, μοιραία ωστόσο και αυτή, η κίνηση να βάλετε το μαντήλι, αφηρημένος ίσως από τη σύγχυση, στην τσέπη σας και να το ξεχάσετε εκεί…»
Ο Ρον Ντάγκλας είχε χλομιάσει.
Ένιωθε την ίδια ακριβώς ναυτία με εκείνη όταν είχε αντικρίσει το σωριασμένο άψυχο κορμί της αδελφής του, δολοφονημένη από αυτόν τον ίδιο το προηγούμενο βράδυ.
Στο μυαλό του αντήχησε καμπανιστά -σαν από το υπερπέραν -το γεμάτο κακία γέλιο της. Ξεχώρισε τη φωνή της μέσα στον ίλιγγό του. «Θα σε καταστρέψω, αδελφούλη μου! Θα σε καταστρέψω!»
«Είστε ακόμα σίγουρος, πως δεν θέλετε δικηγόρο, κύριε Ντάγκλας;» του φάνηκε πως άκουσε απόμακρα και ειρωνικά του φωνή του υπαστυνόμου με τα τετράγωνα χαρακτηριστικά και το κουρασμένο παλιομοδίτικο κουστούμι. Του Μπόρις Μπρζίνσκι.
«Αναθεματισμένε, Πολωνέ!» είπε μέσα του, αλλά ήταν τελείως ανώφελο…
ΤΕΛΟΣ
Δεύτερο διήγημα
ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Λίγο τολμηρή η επιλογή να αναρτήσω ένα διήγημα από τη συλλογή διηγημάτων που είχαν δημοσιευτεί στη δεκαετία του '80 κάτω από τον τίτλο "Διάσημες ερωμένες της Μυθολογίας και της Ιστορίας" και ήταν κάπως πέρα από τα εσκαμμένα της επικρατούσης τότε γραφής όσο αφορούσε σε κείμενα, όπου στον τίτλο τους φιγουράριζε η λέξη "ερωμένη". Φυσικά δεν είναι πορνό από αυτά που δημοσίευαν τα δεύτερης ποιότητας περιοδικά μόνο για άντρες. Αλλά δεν είναι και γλυκερές αισθηματικές ιστορίες που δημοσίευαν τα λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης. Είναι διηγήματα με έντονη την παρουσία του ιστορικού στοιχείου της εποχής και του χώρου, όπου αναφέρονται. Θέλω να πιστεύω ότι οι περιγραφές των ερωτικών σκηνών είναι λειτουργικά ενταγμένες στην αφήγηση και σίγουρα ότι δεν θα εκλειφθεί ότι είναι το επίκεντρό της.
Αν, ώστοσο, για αυτού του είδους τα αφηγήματα χρειάζεστε τη γονική συναίνεση και δεν την έχετε, ή έστω δεν είναι του γούστου σας, πιο κάτω σε άλλη ανάρτηση υπάρχει ένα ολόκληρο κόμικ από τα παλιά, πολύ παλιά τα παιδικά για να περάσετε την ώρα σας.
Η συλλογή δεν έχει εκδοθεί ακόμα σε βιβλίο.
Το εξώφυλλο του διηγήματος είναι μια πολύ πειραγμένη εικόνα από πίνακα του 18ου αιώνα με το ίδιο θέμα.
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΙΠΠΟΛΥΤΗ
Η ζώνη της Αμαζόνας
Ο Ηρακλής πήδηξε πρώτος από το μικρό πλεούμενο, που είχε προσαράξει στα ρηχά. Ήταν λίγα μέτρα από εκεί όπου το κύμα έγλυφε την άμμο του μικρού κι απάνεμου όρμου στην ακτή του Πόντου.
Όσο οι υπόλοιποι σύντροφοί του ασχολούνταν να κατεβάσουν το τετράγωνο ιστίο του σκάφους τους, αυτός άδραξε τον χοντρό πρυμνοδέτη κάβο με τη βαριά ευναία(*) δεμένη στην άκρη του και έσυρε με ευκολία το ελαφρό σκαρί στην αμμουδιά.
Κοίταξε γύρω του εξεταστικά το έρημο και γυμνό τοπίο, που το περιτριγύριζαν χαμηλοί λόφοι με ήρεμες κορυφογραμμές.
Το πρώτο μέρος της αποστολής του είχε ολοκληρωθεί. Είχε αποπλεύσει, μαζί με τους συντρόφους του, από την παραλία της Αργολίδας κάπου δεκαπέντε μέρες πριν, με προορισμό τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Ο ξάδελφός του ο Ευρυσθέας ο βασιλιάς των Μυκηνών, που του ανέθεσε και αυτόν τον άθλο, τον ένατο κατά σειρά από τους δώδεκα συμφωνημένους, τον κατευόδωσε ευχόμενος -από μέσα του- να μην ξαναγυρίσει! Ωστόσο, ο πατέρας του ο Δίας, πατέρας επίσης θεών και άλλων θνητών, ζήτησε από τον Ποσειδώνα και τον Αίολο να ‘χει στο ταξίδι του μόνο πλησίστια πρυμίσματα (**), παρά τις αντιρρήσεις της ζηλότυπης Ήρας, που μισούσε θανάσιμα το νόθο παιδί του Νεφεληγερέτη και της Αλκμήνης. Κι ας την τιμούσε ο ήρωας με τ’ όνομά του που πάει να πει ‘Η δόξα της Ήρας’.
Πίσω του πήδηξαν στην άμμο καμιά εικοσαριά παλικάρια με τα μούσκλα μεστωμένα από το κουπί και τα κορμιά ψημένα από την αρμύρα του θαλασσινού ταξιδιού και τον ήλιο.
Ακολουθούμενος από τους συντρόφους του ο ημίθεος Ηρακλής ανηφόρισε στον πιο κοντινό λόφο. Η απέραντη εύφορη πεδιάδα του Πόντου απλωνόταν νωχελικά έως εκεί που έφτανε το βλέμμα του.
Από μακριά διέκριναν τον κουρνιαχτό που σήκωνε ο καλπασμός πολλών αλόγων. Φαίνεται πως από τις βίγλες ολόγυρα στη Θεμίσκυρα είχαν δει το πλοίο τους να προσορμίζει κι ερχόταν το περίπολο.
Τα άλογα, σαν πλησίασαν στην ομάδα των αντρών οδηγημένα από έμπειρους αναβάτες, αναπτύχθηκαν σε ημικύκλιο γύρω από τον Ηρακλή και τους συντρόφους του με ελαφρό τροχασμό. Ο κλοιός στένεψε συμμετρικά και με απόλυτο συγχρονισμό. Τους είχαν περικυκλώσει. Ο Ηρακλής έκανε νεύμα στους συντρόφους του να χαμηλώσουν τα δόρατα και τα τόξα τους έως ότου δουν τις προθέσεις τους, που για την ώρα δεν έδειχναν να είναι επιθετικές.
Δεν ήταν ανάγκη να σηκώσουν οι καβαλαραίοι τις καλύπτρες από τις περικεφαλαίες τους που τις στόλιζαν μακριές θυσανωτές ουρές αλόγων, για να καταλάβουν ο Ηρακλής και οι σύντροφοί του, πως είχαν να κάνουν με γυναίκες. Φορούσαν όλες τους στενές περισκελίδες από λεπτό δέρμα ίσαμε τα γόνατα αφήνοντας ακάλυπτες τις σμιλεμένες μυώδεις κνήμες τους, ενώ από τη μέση και πάνω ήταν γυμνές. Μόνο ένας φαρδύς πέτσινος αορτήρας για τη φαρέτρα και το σπαθί ήταν περασμένος διαγώνια στο στέρνο. Έδενε με λουρίδα και στον ώμο, ώστε να πιέζει σφιχτά και να καλύπτει εκείνο το στήθος, από όπου τέντωναν τη χορδή του τόξου. Το άλλο στήθος τους πρόβαλλε στητό και περήφανο σημάδι, πως όλες αυτές οι ιπποτοξότριες ήταν νέα κορίτσια.
Ήταν φανερό ότι είχαν φτάσει, επιτέλους, στον προορισμό του ταξιδιού τους. Στη χώρα των Αμαζόνων!
Ο ανυπόμονος τριποδισμός των αλόγων προκαλούσε ελαφρό ρυθμικό τρεμούλιασμα στους ελεύθερους μαστούς των αμαζόνων. Στους στερημένους από γυναικεία συντροφιά άντρες, που ξαφνικά ένιωσαν στα σωθικά τους τη φλόγα του πόθου να φουντώνει, ήταν σαν να τους στέλνουν μήνυμα, σαν ερωτικό κάλεσμα.
«Ποιοι είστε, ξένοι;» ρώτησε αυτή, που έδειχνε για η αρχηγός του αποσπάσματος.
«Είμαι ο Ηρακλής, ο γιος του Δία!» αποκρίθηκε αγέρωχα ο ημίθεος.
Η αμαζόνα δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε με την καταγωγή του.
«Δεν δείχνεις για ναυαγός. Τι σε έκανε, λοιπόν, να τολμήσεις να ‘ρθεις στη γη που δεν πατάει πόδι άντρα ατιμώρητα, αν δεν τον καλέσουμε εμείς;»
«Γυρεύω τη βασίλισσά σου!.. Την ξακουστή Ιππολύτη!»
«Για ποιο λόγο;»
«Ο ξάδελφός μου ο Ευρυσθέας ο βασιλιάς της Μυκήνας και του Άργους, επιθυμεί για την κόρη του την Αδμήτη τη χρυσοστόλιστη ζώνη της Ιππολύτης και με διέταξε να του την πάω!»
«Και αν σε στείλουμε πίσω χωρίς αυτή τη λεοντή που τόσο ξιπασμένα φοράς, τι θα του πεις, τότε, του ξαδέλφου σου και βασιλιά σου;» ρώτησε με αλαζονικά ειρωνική διάθεση η αμαζόνα.
«Κι αν εγώ σας στείλω πίσω στη βασίλισσά σας και με το άλλο σας βυζί κομμένο, τι θα της πείτε, τότε;» την αντερώτησε στον ίδιο τόνο Ηρακλής, που δεν φημιζόταν για τους καλούς του τρόπους.
«Ηρακλή, η ζώνη που ζητάς είναι δώρο ατίμητο στη βασίλισσα Ιππολύτη από τον πατέρα της τον πολέμαρχο Άρη… Μην προκαλείς, λοιπόν, τη δίκαιη οργή του με τ’ ανόσια λόγια σου, εσύ ένας θνητός κι ας είσαι, κατά πως λες παιδί του Δία, γιατί κι ο Άρης παιδί του είναι και μάλιστα θεός!»
Τότε μπήκε στη μέση ο σοφός Πηλέας, ο βασιλιάς των ηρώων Μυρμιδόνων, σύντροφος κι αυτός του Ηρακλή στον νέο άθλο, που τον είχε διατάξει ο Ευρυσθέας να κάνει.
«Καλύτερα να μεταφέρετε το μήνυμά μας στη βασίλισσά σας κι ας αποφασίσει η ίδια..» είπε με τη σωφροσύνη που τον διέκρινε.
«Πολύ καλά…» απάντησε η επικεφαλής «…μόνο που εσείς θα μείνετε εδώ περιμένοντας την απάντησή της. Νόμοι πανάρχαιοι της φυλής μας δεν επιτρέπουν την είσοδο αντρών στη Θεμίσκυρα, την πόλη μας!»
«Και πώς ζευγαρώνετε;» ρώτησε με απορία ο Ηρακλής, που είχε συνήθειο να ζευγαρώνει και με μια γυναίκα από όποια πόλη περνούσε.
«Όσες είναι στις γόνιμες μέρες τους συναντιόνται με άντρες από τις γύρω φυλές των Πάρθων, των Σκυθών και των Θρακών δυο με τρεις φορές τον χρόνο και σμίγουν μαζί τους στις όχθες του Θερμώδοντα. Εκεί πάμε πάλι σαν είναι να γεννήσουμε. Μα, αν γεννηθεί αρσενικό το πνίγουμε στα νερά του, θυσία στο ποτάμι που καρπίζει τη γη μας!»
Οι άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μακαρίζοντας την τύχη τους που γεννήθηκαν μακριά από την ακροποταμιά του Θερμώδοντα.
Όσο χρειάστηκε να πάει το περίπολο στη Θεμίσκυρα και να επιστρέψει με την απάντηση της Ιππολύτης, ο Ηρακλής και οι σύντροφοί του θυσίασαν στους θεούς που τους έφεραν σώους στον προορισμό τους, έστησαν τον πρόχειρο καταυλισμό τους και απολάμβαναν τα κοψίδια από τα σφαχτάρια της θυσίας. Οι θεοί, ως γνωστό, ευωχούνταν αποκλειστικά και μόνο με την τσίκνα των καλοψημένων κρεάτων.
εναλλακτικό εξώφυλλο
Ήταν περασμένο απόγευμα και ο ήλιος έπαιρνε την κατηφόρα στον γαλανό ορίζοντα της θάλασσας του Πόντου. Από το βάθος του δρόμου, που ερχόταν από τη Θεμίσκυρα, φάνηκαν να πλησιάζουν καμιά εικοσαριά καβαλάρηδες. Ήταν το δίχως άλλο οι αμαζόνες που επέστρεφαν φέρνοντας την απάντηση της Ιππολύτης στον Ηρακλή. Σαν πλησιάσανε και οι σιλουέτες τους στο απογευματινό σύθαμπο διακρίνονταν καλύτερα, οι Έλληνες διέκριναν, πως αυτή που πήγαινε μπροστά δεν ήταν ντυμένη με την πολεμική στολή των αμαζόνων. Αντίθετα, φορούσε γυναικείο ρούχο και ο μακρύς κόκκινος χιτώνας της ανέμιζε ανάλαφρα στον αέρα, καθώς το κάτασπρο άλογό της κάλπαζε
αγέρωχα.
Φτάνοντας στον καταυλισμό των ξένων, η ομάδα κοντοστάθηκε αφήνοντας την αρχηγό τους να προχωρήσει. Μόνη της διέσχισε θαρρετά την υπόλοιπη απόσταση ίσαμε τους άντρες, που είχαν απομείνει άναυδοι από την ασύλληπτη ομορφιά αυτού του πλάσματος με τη μορφή γυναίκας. Τη μέση του λυγερού κορμιού της την έζωνε μια πλατειά ζώνη ατόφιο μάλαμα καμωμένη από μικρές αλυσίδες πλεγμένες μεταξύ τους. Τη στόλιζαν εκατοντάδες μικροί πολύχρωμοι πολύτιμοι λίθοι που οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου τους έκαναν να στραφταλίζουν παιχνιδιάρικα. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού της ανέμιζε μακριά αλογοουρά από πραγματικές τρίχες αλογίσιας ουράς. Ήταν στεριωμένη στην πλουμιστή πέτσινη κορδέλα, η οποία στεφάνωνε το μέτωπό της και συγκρατούσε μαζεμένα τα κοντοκομμένα κατάμαυρα μαλλιά της.
Δεν υπήρξε κανένας από τους άντρες που να μην κατάλαβε, ποια βρισκόταν απέναντί τους.
«Χαίρε, βασίλισσα Ιππολύτη, κόρη του Άρη!» την προσφώνησε ο Ηρακλής κάνοντας ένα βήμα μπροστά, ενώ σήκωνε το χέρι του ψηλά σε χαιρετισμό.
«Χαίρε, ισόθεε Ηρακλή!» του αντιγύρισε τον χαιρετισμό η Ιππολύτη, που ούτε και αυτή είχε καμιά αμφιβολία για το ποιος ήταν ο ξένος. Ξεχώριζε από τη γιγάντια ρωμαλέα σωματική του διάπλαση, τη λεοντή και το τεράστιο ρόπαλο που πάντα κρατούσε σαν να ήταν η συνέχεια του χεριού του.
Η Ιππολύτη, περνώντας με γρηγοράδα και ευκινησία το δεξί πόδι της πάνω από το κεφάλι του αλόγου, γλίστρησε από τη ράχη του και πέζεψε ανάλαφρα, έτσι όπως θα ζήλευαν να το κάνουν και οι καλύτεροι άντρες ιππείς. Ίσιωσε τη χρυσή πόρπη-κόσμημα, που συγκρατούσε στη ρίζα του ψηλόλιγνου λαιμού της τον ολοκόκκινο από την πορφύρα του κοχυλιού μανδύα της και τον έριξε στην πλάτη της αφήνοντας να αποκαλυφθούν οι δυνατοί της ώμοι με την τέλεια γυναικεία στρογγυλάδα τους. Ο ένας τους φιλοξενούσε τη χρυσαφένια περόνη που συγκρατούσε το λευκό κοντό πτυχωτό χιτώνιο πάνω στο κορμί της. Οι πλούσιες πτυχώσεις του άφηναν να φανεί η βαθιά χαράδρα ανάμεσα στους δίδυμους λόφους της γυναικείας φύσης, που το περήφανο στητό περίγραμμά τους, το γεμάτο προκλητικές υποσχέσεις, τονιζόταν αισθησιακά πίσω από το ελαφρό ύφασμα. Τα τέλεια τορνευτά μακριά της πόδια από τα μισά των γυμνασμένων χυτών μηρών έως σχεδόν λίγο κάτω από τα γόνατα αποκαλύπτονταν ελεύθερα με αυθάδικη τόλμη στα αχόρταγα αντρικά βλέμματα. Λεπτοδουλεμένα στιβάλια από άσπρη γούνα σκέπαζαν τα πόδια της από την κνήμη και κάτω. Στο καθένα από τα μπράτσα της ήταν περασμένο από ένα φιδόσχημο αμφωλένιο κατάφορτο με πετράδια όπως η ζώνη της.
Πλησίασε με σταθερό μεγαλόπρεπο βηματισμό τον Ηρακλή. Στάθηκε απέναντί του σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Με γυναικεία φιλαρέσκεια τον άφησε για λίγες στιγμές να την περιεργαστεί. Οι αστραπές του αντρικού πόθου στα μάτια του δεν πέρασαν απαρατήρητες από την Ιππολύτη. Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο.
Ταυτόχρονα, βρήκε και η ίδια την ευκαιρία να περιεργαστεί το στιβαρό κορμί του Ηρακλή, χτισμένο με ανίκητους μυς που φούσκωναν σε κάθε του ανάσα και να το εκτιμήσει, καθώς ο ήρωας δεν συνήθιζε να φοράει τίποτ’ άλλο εκτός από τη δεμένη στους ώμους του λεοντή, τρόπαιο του πρώτου άθλου του στη Νεμέα.
«Ξέρω τον σκοπό του ταξιδιού σου, Ηρακλή…» πρόφερε αργά η Ιππολύτη με το βλέμμα της πάντα προσηλωμένο στο, λες, καμωμένο από γρανίτη και ατσάλι κορμί του ήρωα.
«Και ποια είναι η απάντησή σου, βασίλισσα;» ρώτησε ο Ηρακλής χωρίς να αφήσει κι αυτός το βλέμμα του ούτε στιγμή από τη θέα που του πρόσφερε απλόχερα η Ιππολύτη.
«Ήρθα να σου την προσφέρω από μόνη μου!»
Επιτέλους ο Ηρακλής απόσπασε το βλέμμα του από το κορμί της Ιππολύτης και την κοίταξε κατάματα αμίλητος περιμένοντας την ολοκλήρωση της φράσης, που η ίδια με τον τόνο της φωνής της είχε φροντίσει να μείνει μετέωρη.
«Μόνο που δεν ταιριάζει ούτε σε μένα να την παραχωρήσω έτσι απλά, ούτε σε σένα να την κερδίσεις χωρίς αγώνα!»
Ο Ηρακλής έσφιξε το ρόπαλό του έτοιμος για τον αγώνα, που νόμισε ότι του πρότεινε η αμαζόνα. Η Ιππολύτη είδε την κίνησή του και χαμογέλασε.
«Μα τους θεούς, Ηρακλή, μάλλον δεν κατάλαβες την πρότασή μου. Μα πες μου αλήθεια, ποιο άραγε από τα δυο σου ρόπαλα χρησιμοποιείς συχνότερα;»
Ο Ηρακλής έπρεπε να ακολουθήσει το βλέμμα της Ιππολύτης, και να δει πού κατέληγε, για να καταλάβει ποιο ήταν το άλλο ρόπαλο που εννοούσε.
Χαμογέλασε κι αυτός με την αυταρέσκεια του αρσενικού, που κάποια γυναίκα εκδηλώνει εκτίμηση στα αρσενικά προσόντα του.
«Ανάλογα με την περίπτωση, βασίλισσα!.. Τι προτείνεις;»
«Έναν μόνον όρο. Να παραβγούμε σε κάτι.. Αν με νικήσεις, την έχεις. Αν σε νικήσω, αφήνεις τρόπαιό μου το λιονταροτόμαρό σου και φεύγεις ντροπιασμένος!»
«Και σε τι θα πρέπει να παραβγούμε, βασίλισσα;»
«Ξέρω, πως στη δύναμη και στα όπλα δεν σου παραβγαίνω, όπως εσύ δεν μου παραβγαίνεις στα άλογα και στο τόξεμα καλπάζοντας με τ’ άλογα…»
«Τότε;»
«Προτείνω, λοιπόν, να μονομαχήσουμε σ’ αυτό που είμαστε κι οι δυο το ίδιο δυνατοί. Από τη στιγμή, που θα χαθεί και το τελευταίο φως της μέρας, έως τη στιγμή, που θα φανεί και πάλι το πρώτο φως της άλλης μέρας εσύ κι εγώ θα σμίγουμε ακατάπαυστα στις καλαμιές του Θερμώδοντα! Οποιανού η κούραση τού κλέψει τη δύναμη νωρίτερα από το συμφωνημένο θα έχει χάσει το στοίχημα!»
«Μακάρι ετούτη η νύχτα να κρατήσει δυο φορές και περισσότερο απ’ όσο της ορίζει ο Δίας να απλώνει τα σκοτεινά της πέπλα πάνω στον κόσμο των θνητών!»
«Λόγια καυχησιάρικα!.. Αναλογίσου μήπως παρακαλάς σε λίγο να δώσει ο ήλιος και να βγει νωρίτερα, από όσο του πέφτει η μοιρασιά του κύκλου της ημέρας!»
«Μα τους θεούς και μάρτυράς μου ο ίδιος ο Ολύμπιος, πως μαζί σου, βασίλισσα, θα έσμιγα ακατάπαυστα, ώσπου το άρμα του ήλιου να φτάσει ξανά εκεί που είναι τώρα, ακόμα και μετά από πολλά γυρίσματα!»
«Με κολακεύει η διάθεση που λες πως σου εμπνέω, Ηρακλή… Μα κράτησε ολόκληρη τη δύναμή σου μόνο για όσα όρισα. Κι αν τα καταφέρεις, θα μπορείς να καυχάσαι, τότε, για έναν ακόμα άθλο σου, παιδί του Δία, που εσύ τον όρισες μάρτυρα της αντοχής σου.»
«Ανυπομονώ και να στ’ αποδείξω κιόλας!»
«Αυτό, τουλάχιστο, είναι εμφανές!.. Στο μεταξύ, μήτε οι άντρες σου θα μείνουνε παραπονεμένοι… Οι είκοσι αμαζόνες της συνοδείας μου, μια για τον καθένα, θα τους προσφέρουν την φιλοξενία που επιφυλάσσουμε σε κάθε ξένο, όταν εμείς οι ίδιες τον προσκαλούμε στον τόπο μας!.. Μακάρι από το σμίξιμό τους να γεννηθούνε κόρες, που θα ‘χουν την τόλμη και την αντρειοσύνη των συνταξιδιωτών σου πατεράδων τους!»
Μόλις απόσωσε τα λόγια της με ένα ακροβατικό άλμα βρέθηκε καβάλα στη ράχη του αλόγου της. Αυτό χρεμέτισε ξαφνιασμένο. Το κέντρισε ελαφρά στην κοιλιά του με τις φτέρνες της και η περήφανη φοράδα ξεχύθηκε στον κάμπο με υπέροχο καλπασμό.
«Ακολούθα με, Ηρακλή, απ’ εδώ!» του φώναξε ξεχνώντας ότι αυτός δεν είχε άλογο. Μα ήταν το τελευταίο που θα απασχολούσε τον ηρώα. Έβγαλε με στεντόρεια δύναμη την άγρια πολεμική κραυγή του και κρατώντας το αχώριστο ρόπαλό του όρμησε ξωπίσω από το άλογο τρέχοντας σαν τον άνεμο με τους τεράστιους διασκελισμούς του.
Στο χλωμό φως του φεγγαριού την είδε να πεζεύει εκεί που άρχιζαν οι πυκνές καλαμιές στα ακρονέρια του ποταμού. Πλησίασε αργά, προσεκτικά κρατώντας σφιχτά το ρόπαλό του έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Ο Ηρακλής ήταν καχύποπτος για την ευκολία, που η Ιππολύτη προθυμοποιήθηκε να του προσφέρει τη ζώνη της και φοβόταν παγίδα.
Τη βρήκε να τον περιμένει κρατώντας το άλογό της από το χαλινάρι.
«Άφησε το ρόπαλό σου, Ηρακλή κι έλα κοντά μου!»
Χτύπησε ελαφρά το άλογό της στα καπούλια στέλνοντάς το να βοσκήσει. Έλυσε την πολύτιμη ζώνη της και την απόθεσε κοντά της. Ύστερα τράβηξε την περόνη που συγκρατούσε το κοντό ιμάτιό της κι αυτό έπεσε κουλουριασμένο στα πόδια της. Το αγαλματένιο κορμί της αποκαλύφθηκε σε όλη την αισθησιακή μεγαλοπρέπειά του στα μάτια του έκθαμβου Ηρακλή. Στο αδύναμο φως του φεγγαριού το γυμνό περίγραμμα της φωτίστηκε με ασημόχρωμες ανταύγειες.
Ο ήρωας την πλησίασε εκστασιασμένος. Φάνταζε μπροστά του σαν ονειρική οπτασία, καθώς ο μανδύας της, που δεν τον είχε βγάλει ανέμιζε ελαφρά στην πλάτη της. Η νυχτερινή αύρα έκανε τα κύτταρα της επιδερμίδας της αμαζόνας να ανατριχιάσουν. Οι ρόγες του στητού μα μεστωμένου στήθους της σκλήρυναν. Κόλλησε το κορμί της στο δικό του και έμπλεξε τα χέρια της στο λαιμό του τυλίγοντάς τον σφιχτά με τα μπράτσα της. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να πλησιάσει το ύψος του και πίεσε τα χείλη της στα δικά του φιλώντας τον με άγριο πάθος και ανεξέλεγκτη προσμονή. Το τρέμουλο της δροσερής κοιλιάς της, καθώς ένιωθε να την πιέζει κατά μήκος της η καυτή και σκληρή σάρκα του ανδρισμού του, έδειχνε εύγλωττα την ανυπομονησία της να τη νιώσει μέσα της.
Το ίδιο ανυπόμονος ήταν και ο Ηρακλής, που δεν ήταν συνηθισμένος σε προκαταρκτικά παιχνίδια. Την έριξε στο παχύ γρασίδι, μάλλον, βίαια και με μιας βρέθηκε με όλον τον τεράστιο όγκο του από πάνω της. Η Ιππολύτη, όμως, ήθελε να τον κορώσει, να τον οδηγήσει σε πρωτόγνωρους σε αυτόν δρόμους ηδονής. Ξεγλίστρησε σαν χέλι από κάτω του, τον έσπρωξε ελαφρά γυρίζοντάς τον ανάσκελα και πριν ο Ηρακλής καταλάβει τη συνέβαινε, βρέθηκε αυτή καθιστή στη κοιλιά του. Ανεβοκατεβάζοντας τη λεκάνη της και κουνώντας ρυθμικά τους γοφούς της, σαν να κάλπαζε στη σέλα του αλόγου της, τον οδήγησε σε έναν πρώτο οργασμό με ένταση που ο Ηρακλής δεν είχε νιώσει πρωτύτερα ποτέ του. Η Ιππολύτη γνώριζε την ασύνορη ερωτική αντοχή του και βάλθηκε να τον αποκάμει με τρόπους που μόνο μια τεχνίτρα ιέρεια της Αφροδίτης ξέρει να τους χρησιμοποιεί. Και η Ιππολύτη ήταν σίγουρα μια από αυτές. Μα και η δύναμη του Ηρακλή την έκανε να σπαράζει σύγκορμη σαν να την είχε κυριεύσει θέρμη, πυρετική παραζάλη ερωτικού παροξυσμού.
Η αμαζόνα έλιωνε μέσα στα ανίκητα ατσαλένια μπράτσα του,. Το κορμί της με φιδίσια τσακίσματα κουλουριαζόταν γύρω από το δικό του και τα πόδια της σαν μέγγενες του έκοβαν την ανάσα σφίγγοντάς τον όλο και περισσότερο στα πλευρά… Τα δόντια της και τα νύχια της του άφηναν ματωμένα σημάδια σε ολόκληρο το κορμί του. Κι αυτός σαν έμβολο πηγαινοερχόταν μέσα της ασταμάτητα πασχίζοντας να φτάσει και να διαπεράσει με άγρια ορμή τα σωθικά της
Μούγκριζε σαν αγρίμι από γενετήσιο οίστρο αυτός, ξεφώνιζε και σπαρταρούσε σαν μαινάδα από ηδονικό πόνο αυτή. Ο μικρόκοσμος της ακροποταμιάς είχε λουφάξει φοβισμένος από την άγρια πάλη των δυο ερωτομηχανών, που είχαν βαλθεί η μια να εξουθενώσει την άλλη.
Το ένα σμίξιμο ακολουθούσε το άλλο ακατάπαυστα. Κάθε φορά ήταν και διαφορετικό χάρη στις ανεξάντλητες ερωτικές επινοήσεις της βασίλισσας των αμαζόνων. Και όταν ο Ηρακλής έγερνε πρόσκαιρα αποκαμωμένος, αυτή είχε άλλους τρόπους με τα χέρια της και τα χείλη της να του ανάψει ξανά τον πόθο σε λίγες στιγμές.
«Ω, θεοί!..» ψιθύρισε αχνά η Ιππολύτη μετά από κάποια έντονη κορύφωση της ένωσης τους, καθώς έγερνε το κεφάλι της χαμηλά στην κοιλιά του Ηρακλή, όπου με τα χείλη της θα έδινε το ‘φιλί της ζωής’ για μια ακόμα φορά στο χαλαρωμένο μέλος του άντρα «...δίκαιη η φήμη που τον ακολουθεί.. Ισόθεος σε όλα του! Είναι πιο δυνατός και πιο ανθεκτικός κι από δέκα θρακιώτες επιβήτορες μαζί!»
‘‘Κράτησε τη δύναμή σου, μόνο για όσα όρισα και αν τα καταφέρεις θα έχεις να καυχάσαι για έναν ακόμα άθλο σου! Τον πιο δύσκολο!...’’ τριγύρισαν τα λόγια της Ιππολύτης στις έλικες του μυαλού του Ηρακλή, καθώς τα μηνίγγια του κόντευαν να σπάσουν από την ένταση της προσπάθειας, ύστερα από πολλά-πολλά αλλεπάλληλα σμιξίματά τους. Τα αλαζονικά λόγια της Ιππολύτης δεν είχαν το παραμικρό ίχνος υπερβολής. Αυτός που φημιζόταν για την αντοχή στον έρωτα είχε αρχίσει να νιώθει την κόπωση να τον βαραίνει και ο ρυθμός του να έχει χάσει την αρχική του ορμή. Η αμαζόνα ήταν μια ερωτική μηχανή, που του είχε ρουφήξει όχι μόνον και την τελευταία σταλιά από το μεδούλι του, αλλά και κάθε ικμάδα από το ανίκητο κορμί του.
Οι άγριες φωνές από το στρατόπεδο και οι κλαγγές των σπαθιών, που η νυχτερινή σιγαλιά έστελνε καθαρές ίσαμε τις καλαμιές, έκανε τον Ηρακλή να πεταχτεί απάνω. Με μιας, κάθε ερωτική διάθεση χάθηκε από το μυαλό και νέες δυνάμεις φούσκωσαν του μυς του κορμιού του. Αρπάζοντας το ρόπαλό του, από χοντρό κλαδί ελιάς, ετοιμάστηκε να τρέξει εκεί όπου ακουγόταν ο αχός της μάχης. Η Ιππολύτη προσπάθησε να τον συγκρατήσει, να ετοιμαστεί κι αυτή να τρέξουν μαζί. Αυτός με ένα άγριο σπρώξιμο έστειλε τη γυναίκα να κυλιστεί μερικά μέτρα μακριά και έφυγε τρέχοντας κραδαίνοντας το φοβερό ρόπαλό του.
Η παγίδα που φοβόταν ότι θα του έστηνε η Ιππολύτη εκδηλώθηκε, αλλά αλλού από εκεί που περίμενε. Δεν μπορούσε, ωστόσο, να φανταστεί την αλήθεια. Πως η μοχθηρή θεά Ήρα μεταμφιέστηκε σε μια από τις αμαζόνες της συνοδείας της Ιππολύτης και τρέχοντας, τάχα, έφτασε στη Θεμίσκυρα ξεσηκώνοντας τις άλλες αμαζόνες πως η βασίλισσά τους κινδύνευε να την απαγάγουν οι ξένοι. Με οργή που τις τύφλωνε για την προδοσία της φιλοξενίας τους έπεσαν σαν κεραυνός στο στρατόπεδο των Ελλήνων, αιφνιδιάζοντας τα ζευγάρια που βρίσκονταν σε ερωτική χαύνωση.
Ξωπίσω από τον μαινόμενο Ηρακλή κάλπαζε με τ’ άλογό της η Ιππολύτη που είχε στο μεταξύ ντυθεί . Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, αλλά από τις πολεμικές ιαχές κατάλαβε πως είχαν επιτεθεί αναίτια οι συντρόφισσές της.
Δεν πρόλαβε να τις διατάξει να σταματήσουν την άδικη επίθεσή τους κι ένα φτερωτό βέλος πρόλαβε κι έπνιξε τη φωνή της πριν βγει. Η Ιππολύτη κλονίστηκε, λύγισε και έπεσε στο έδαφος χτυπημένη θανάσιμα κάτω από το αριστερό της στήθος. Ήταν ένα βέλος ελληνικό σταλμένο από τον αλάθητο τοξότη Τελαμώνα, που νόμιζε ότι η Αμαζόνα έτρεχε ξωπίσω από τον Ηρακλή για να τον σκοτώσει. Η μικρή άλικη κηλίδα στο λευκό χιτώνιο γύρω από το βέλος στο μέρος της καρδιάς απλωνόταν σιγά-σιγά.
Στο πρώτο φως της αυγής οι αμαζόνες είδαν τη βασίλισσά τους να σωριάζεται και με μιας έχασαν το κουράγιο τους για μάχη. Μαζεύτηκαν όλες γύρω από το άψυχο κορμί της. Ένα μουρμούρισμα ήταν στην αρχή, που υψώθηκε στην αυγινή ώρα. Όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Γινόταν γόος… Άγρια θρηνητική κραυγή. Τούτος ο αίλινος (***) των αμαζόνων για τη νεκρή βασίλισσά τους, το μοιρολόι με συνοδεία τον πένθιμο ήχο πολεμικού τυμπάνου, έκανε τους ψυχωμένους άντρες να ανατριχιάσουν από απροσδιόριστο δέος.
Ο Ηρακλής έσκυψε πάνω από το άψυχο σώμα της Ιππολύτης. Φίλησε απαλά τα ζεστά ακόμα χείλη της, που πριν λίγο του χάριζαν ανείπωτη ηδονή και αποφασιστικά έλυσε τη χρυσαφένια ζώνη της.
--------------------------------
Ο ημίθεος ήρωας αποφάσισε να αναβάλλει την αναχώρησή τους για λίγες μέρες. Χρωστούσε τιμές στη νεκρή βασίλισσα. Μόνος του έφτιαξε τον σωρό από κορμούς δέντρων για τη νεκρική πυρά. Μόνος του ανέβασε το σώμα της στην κορυφή του σωρού, της έβαλε πλάι της το τόξο της, τα βέλη της και την περικεφαλαία της και μόνος του έβαλε τη φωτιά της καύσης. Τέλεσε και μια εξαγνιστική θυσία στους τοπικούς θεούς από πενήντα άλογα κατά το έθιμο των αμαζόνων. Υποσχέθηκε πως σύντομα θα επιστρέψει να ιδρύσει ιερό αφιερωμένο στη μνήμη της και αντάλλαξε όρκιες σπονδές συμμαχίας με τη διάδοχό της και νέα βασίλισσα των αμαζόνων την Αντιόπη.
Ξημέρωνε, όταν οι Έλληνες τέλεσαν θυσία στον Ποσειδώνα να προστατεύει την επιστροφή τους, σήκωσαν το ιστίο και πιάσανε τα κουπιά. Ο Ηρακλής από την πρύμνη κουμαντάροντας με το ένα χέρι τον οίηκα(****) του πλοίου, σήκωσε το άλλο του σε χαιρετισμό των αμαζόνων που τον κατευόδωναν από τη στεριά. Στο μπράτσο είχε δεμένη με τη μικρή πέτσινη πλουμιστή κορδέλα τη διακοσμητική αλογοουρά, που φορούσε η Ιππολύτη. Ήταν το δικό του ενθύμιο από το σμίξιμό του με την άτυχη αμαζόνα.
Το ελαφρό σκαρί με τον μπάτη πρυμιό του, να φουσκώνει ανάλαφρα το πανί, πήρε πορεία προς το Αιγαίο και γρήγορα χάθηκε στην καμπύλη του ορίζοντα.
(*) Πέτρα δεμένη σε σχοινί, που χρησίμευε για άγκυρα στα αβαθή.
(**) Θαλασσοπορία με ούριους ανέμους.
(***) μοιρολόγι, ολολυγμός
(****) λαγουδέρα, πηδάλιο της πρύμνης στα αρχαία πλοία.
Το πιο πάνω διήγημα αντικατέστησε για δεοντολογικούς λόγους μια νουβέλα από τη συλλογή με διηγήματα γουέστερν, που δεν έχουν δημοσιευτεί αυτοτελώς σε κανέα περιοδικό. Έχουν ετοιμαστεί να βγουν όλες σε βιβλίο.
Ο δεοντολογικός λόγος που επικαλούμαι είναι ότι το blog του "Club του Μικρού Σερίφη" έχει προκηρύξει διαγωνισμό συγγραφής γουέστερν διηγήματος και η ανάρτηση διηγήματος με περιεχόμενο όμοιο με το θέμα του διαγωνισμού ίσως να προκαλούσε σύγχυση μιας και ο Dino αυτοανακηρύχτηκε ετσιθελικά σε ανεπίσημο χορηγό επικοινωνίας του διαγωνισμού και μετά αποφάσισε πως είναι καιρός να πάει για διακοπές αφήνοντας την επικοινωνία στα κρύα του λουτρού.
Για την ιστορία αναρτάται το εξώφυλλο "κλεμμένο" από μια εικονογράφηση του περίφημου Ιταλού εικονογράφου Φράνκο Ντονατέλλι, ο οποίος ερήμην του μου "δάνεισε" επίσης και μερικές άλλες εξαιρετικές εικονογραφήσεις του για κάποια ακόμα εξώφυλλα διηγημάτων της σειράς.
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!
Λόγω όγκου των αναρτήσεων οι δυο επόμενες νέες αναρτήσεις έχουν μεταφερθεί ένα επίπεδο πίσω. Φέρτε τις στο προσκήνιο μέσω της εντολής (κάτω δεξιά) "ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ"
Γιώργο καλημέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήνομίζω μετά από τόση συγγραφική δραστηριότητα δικαιούσαι και λίγες διακοπές.
Εγώ μένω αιχμάλωτος εν Αθήναις.