Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
Σ |
σε δίσκο δυο από τα πιο βαριά ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και η Σωτηρία Μπέλλου (11 Αυγούστου 1948, η πρώτη ηχογράφηση).
Ωστόσο, η ερμηνεία που εκτόξευσε το τραγούδι σε δυσθεώρητα ύψη δημοφιλίας και το έκανε να θεωρηθεί ως ο ορισμός του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, ήταν εκείνη του 1959. Ερμηνευτής του ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης με τη σύμπραξη της Γιώτας Λύδιας και της Μαρινέλλας.
Η εισαγωγή αυτής της εκτέλεσης, για κοντά πενήντα χρόνια, υπήρξε το μουσικό σήμα της φωνογραφικής εταιρίας ‘Κολούμπια’ στις ραδιοφωνικές εκπομπές της με λαϊκή μουσική. Η αναβίωση του ρεμπέτικου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πολλά οφείλει στην ερμηνεία της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’ από τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Προηγουμένως, όμως και συγκεκριμένα το 1954 η μουσική του τραγουδιού καταξιώθηκε και σαν μελωδία σε φόρμα κλασικής μουσικής χάρη στις μαγικές εμπνεύσεις του Μάνου Χατζιδάκι, που τη μετέγραψε για πιάνο και τη συμπεριέλαβε στις ‘Έξι λαϊκές ζωγραφιές’ του και δεν είναι καθόλου ιεροσυλία, που το θεωρώ, σε αυτή την εκτέλεση, ως το ισοδύναμο της ‘Moonlight Sonata’ στα πλαίσια της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Και αν για τη μουσική του δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις και διχογνωμίες για το σε ποιον ανήκει το τραγούδι, γύρω από τους στίχους του έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία αντάξια της θέσης που κατέχει το τραγούδι στην ελληνική λαϊκή μουσική, που ούτε όταν αργότερα αναγράφηκε το όνομα του στιχουργού στην ετικέτα του δίσκου δεν απένειμε με σιγουριά την πατρότητά τους στον πραγματικό δημιουργό τους. Απλώς τη νομιμοποίησε.
Αρχικά, εκτός από συνθέτης, ο Τσιτσάνης εμφανίζεται και ως στιχουργός του τραγουδιού. Άλλωστε ίσαμε σήμερα στις δεκάδες ηχογραφήσεις του με διαφόρους καλλιτέχνες, ένα όνομα μόνο αναγράφεται. ‘Στίχοι και μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης’. Ήταν η εποχή, που αναγνωρισμένος ως απόλυτα μοναδικός δημιουργός ενός τραγουδιού ήταν ο συνθέτης, ειδικά του ρεμπέτικου. Ο στιχουργός, αν δεν ήταν γνωστός στον χώρο, έμενε στην αφάνεια (ούτε στην ετικέτα του δίσκου αναφερόταν) αρκούμενος σε κάποια μικρή αμοιβή που του έδινε ο συνθέτης από τα δικά του ποσοστά με προσωπικές συμφωνίες δίχως επίσημα έγγραφα.
Κάπως έτσι έγινε και με τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’. Ο Τσιτσάνης, όταν κάποτε ρωτήθηκε, αν είχε υπάρξει κάποιο ερέθισμα για τους στίχους της, είχε πει με γλαφυρή διήγηση ότι αυτοί είχαν γραφεί στη Θεσσαλονίκη με αφορμή ένα τραγικό περιστατικό στη διάρκεια της Κατοχής. Γενικά δε οι στίχοι του ήταν εμπνευσμένοι από τις δύσκολες μέρες που βίωνε ο ελληνικός λαός και ο αρχικός πρώτος στίχος του έλεγε ‘Ματωμένη Κυριακή’, ενώ ‘Συννεφιασμένη’ έγινε αργότερα.
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ' ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ' έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Εξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι…» (συνέντευξη του Τσιτσάνη στον Γιώργο Λιάνη το 1972 στο περιοδικό ‘Επίκαιρα’), ενώ έναν χρόνο αργότερα συμπλήρωνε: «Το ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του... Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες» (συνέντευξή του στον Γιώργο Πηλιχό στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’)… Τέλος, σε συνέντευξη του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο που δημοσιεύτηκε στο “Δίφωνο” αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη, ο Τσιτσάνης μετέφερε τον χρόνο και την αιτία της έμπνευσης των στίχων στον Εμφύλιο, αλλά πάντα στη Θεσσαλονίκη.
Με αρκετές αντιφάσεις, λοιπόν, το ιστορικό πλαίσιο από τη μια μεριά, αλλά συναισθηματικά πειστικό από την άλλη, για τον λόγο, ότι ο λαϊκός στίχος ανέκαθεν αποτύπωνε βιώματα, βάσανα και πίκρες της λαϊκής τάξης. Εν τούτοις, όσο αφορούσε στην ‘Κυριακή’ του η πραγματική έμπνευση των στίχων δεν ήταν οι αγώνες του ελληνικού λαού κάτω από την μπότα του κατακτητή, ή ο πόνος από μια ολέθρια εμφύλια σύγκρουση, όπως ήθελε να τους παρουσιάσει ο Τσιτσάνης, ίσως για να δώσει μια κάποια ηρωική επίφαση στο τραγούδι. Ακόμα χειρότερα, αποδόθηκε στον Τσιτσάνη η βαριά μομφή, ότι οι στίχοι του τραγουδιού δεν είναι καν δικοί του! Συγκεκριμένα, ο Τάσος Σχορέλης γράφοντας στη ‘Ρεμπέτικη Ανθολογία’ του δεν παραπέμπει ούτε στην Κατοχή, ούτε καν στα σκληρές μέρες που βίωνε ο ελληνικός λαός την αδελφοκτόνα λαίλαπα του Εμφυλίου στα χρόνια 1946-1949:
«Ο Τσιτσάνης βεβαιώνει πως στις μαύρες μέρες της Κατοχής έγραψε τους στίχους και τη μελωδία της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’, τότε που οι συνεργάτες των κατακτητών κατέδιδαν τους πατριώτες στους Γερμανούς. Η αλήθεια απέχει πολύ. Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λάρισας και ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους φαρμακωμένος από την ήττα της ομάδας του. Ο Τσιτσάνης έκανε διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Έλεγε «που είναι μελαγχολική», και την έκανε «που έχει πάντα συννεφιά» (...) Η «εκκαθάριση» της ΑΕΠΙ και η ετικέτα του δίσκου της «Φίλιπς» (σημ. σε μεταγενέστερη επανέκδοση του δίσκου, γιατί στην πρώτη δεν αναφερόταν στιχουργός) αποδεικνύουν ποια είναι η αλήθεια».
Αλλ’ όμως, ο Σχορέλης, που αποδέχεται τη δήλωση του Γκούβερη ως αναφορά πραγματικού γεγονότος, είναι ιστορικός του ρεμπέτικου τραγουδιού και όχι ιστορικός του ελληνικού Ποδοσφαίρου. Αν ήταν και το δεύτερο, θα μπορούσε, ίσως, να σχολιάσει ότι και ο Γκούβερης θέλησε να φτιάξει τον δικό του μύθο γύρω από τους στίχους, δεδομένου ότι η αγαπημένη ομάδα του στιχουργού η Αθλητική Ένωση της Λάρισας, η ΑΕΛ, δηλαδή, ιδρύθηκε το 1964, που πάει να πει, ότι ο Γκούβερης περιέγραψε ένα προσωπικό του βίωμα που θα ένιωθε, τουλάχιστον 17 ολόκληρα χρόνια μετά!.. Τι και αν όντως ήταν οπαδός κάποιας από τις ομάδες (Άρης, Ηρακλής, Λαρισαϊκός, Τοξότης) που συγχωνεύτηκαν; Δεν αναφέρθηκε σε κάποια από αυτές, όπως κάθε βέρος οπαδός, που η ήττα της ομάδας του θα τον έκανε να νιώθει την Κυριακή του συννεφιασμένη. Τέλος πάντων…
Το μόνο αληθινό της ιστορίας είναι ότι η Ανώνυμη Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΑΕΠΙ) αποδίδει από τις εκκαθαρίσεις της κάποια ποσοστά στον Γκούβερη ως στιχουργού για τις πωλήσεις του δίσκου με τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’, ενώ και η δισκογραφική εταιρία ‘Φίλιπς’ τον αναφέρει στην ετικέτα του δίσκου.
Και να που ο ίδιος ο φερόμενος σαν στιχουργός, ο Αλέκος Γκούβερης, ανατρέπει κι αυτός τους ισχυρισμούς του περί πατρότητας των στίχων, που από το 1948 και για πολλά χρόνια μετά διεκδικούσε με επιμονή ως δικούς του, ώστε πλέον να θεωρείται τώρα ως ο δημιουργός τους. Είναι μια χειρόγραφη δήλωσή του που περιλαμβάνεται στο Ιστορικό Αρχείο Βασίλη Τσιτσάνη, μέρος του οποίου δημοσίευσε στο περιοδικό ‘Ταχυδρόμος’ το 2004 ο ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού και φίλος του Τσιτσάνη, ο Κώστας Χατζηδουλής.
Το χειρόγραφο-ντοκουμέντο αναφέρει: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Αλέκος Γκούβερης δηλώ ότι συνέβαλα στην αποπεράτωσιν των στίχων της “Συννεφιασμένης Κυριακής” του Βασίλη Τσιτσάνη δια της προσθήκης ενός και μόνο κουπλέ. Δια την ως άνω δευτερεύουσαν βοηθητική προσφορά μου θέλω λάβω το 20% των επί των στίχων δικαιωμάτων του. Εν Αθήνας τη 17/9/1947, ο δηλών Αλέκος Γκούβερης.»
Με δεδομένο τους τόνους μελανιού που χύθηκαν για την επίμαχη πατρότητα των στίχων (και δεν τελειώσαμε ακόμα) τίθεται ένα εύλογο ερώτημα: Γιατί, αφού από το 1947, που υπήρχε αυτό το ντοκουμέντο ο ίδιος ο Τσιτσάνης δεν το χρησιμοποίησε, όταν χρειάστηκε, ώστε να καταρρίψει την κάθε μομφή που του αποδόθηκε για λογοκλοπή και ιδιοποίηση; Ίσως για αυτό κάποιοι αμφισβητούν την γνησιότητα του εγγράφου, ή τουλάχιστο την ημερομηνία σύνταξής του.
Υπάρχει, όμως και η τρίτη εκδοχή. Την εκφράζει ο ισχυρισμός του λαϊκού στιχουργού Νίκου Ρούτσου.
Για το ποιος ήταν ο Νίκος Ρούτσος, και ξεχωριστά ποια ήταν η παρουσία του στο λαϊκό και στο ρεμπέτικο μεταπολεμικό τραγούδι, γράφαμε σχετικά στην προηγούμενη ανάρτηση (“Ο Ζουγκλογράφος, ο Ρεμπέτης και ο Παραμυθάς κος Νίκος” -ετικέτα: βιογραφίες). Η εμπλοκή του, όμως στο ερώτημα για το ποιος τελικά έγραψε τους στίχους του θρυλικού τραγουδιού “Συννεφιασμένη Κυριακή” έχει πολλές διαστάσεις που θα χρειαζόταν λεπτομερέστερη αναφορά μέσα σε αφιέρωμα που είχε άλλο αντικείμενο.
Με τον Τσιτσάνη ο Ρούτσος συνεργάστηκε σε αρκετά από τα γνωστά τραγούδια του μεγάλου ρεμπέτη και λαϊκού συνθέτη. Για τα περισσότερα η δημόσια αμφισβήτηση του Τσιτσάνη για την στιχουργική πατρότητά τους από τον Ρούτσο είχε υπάρξει έντονη. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβανόταν και η ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’ για το στιχουργικό της ιστορικό της οποίας ο Ρούτσος υπερασπίζεται την άποψή του με πολύ πειστικό τρόπο, αλλά δίχως ντοκουμέντα που να το αποδεικνύουν. Με εξαίρεση το τραγούδι ‘Η Μάνα μου με δέρνει’, όπου από ότι φαίνεται ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που διεκδίκησε τα δικαιώματα της μουσικής από τον Ρούτσο (στην πρώτη εκτέλεση που είχε κυκλοφορήσει στην ελληνική ομογένεια της Αμερικής ο Ρούτσος εμφανιζόταν και σαν συνθέτης, ενώ κατόπιν σε μεταγενέστερες εκτελέσεις ως συνθέτης εμφανίζεται ο Τσιτσάνης) οι δυο δημιουργοί μπλέχτηκαν σε διενέξεις για 18 τραγούδια (που εκτός της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’ συμπεριλαμβάνονται τα πασίγνωστα ‘Ντερμπεντέρισα’ κι ‘Απόψε κάνεις μπαμ’).
Η δισκογραφική εταιρία ‘Κολούμπια’, της οποίας καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο… Τσιτσάνης, σε ρόλο επιδιαιτητή ανάμεσά τους απεφάνθη ότι στα εννέα από αυτά αποκλειστικός δημιουργός ήταν ο Τσιτσάνης, στα επτά δεν εμφανιζόταν στιχουργός, άρα πάλι ήταν ο Τσιτσάνης και στιχουργός τους, ενώ για το ‘Απόψε κάνεις μπαμ’ αναγνώριζε στον Ρούτσο συμμετοχή στον στίχο (και ποσοστό 25% επί των πωλήσεων) και για τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’ αναγνώριζε ως στιχουργό τον Γκούβερη.
Η ένσταση του Ρούτσου εκφράστηκε με δυο τρόπους. Με προσφυγή στον Άρειο Πάγο το 1975 και με δημοσιοποίηση στον Τύπο για το ποιανού ήταν οι στίχοι της ‘Κυριακής’. Ιδιαίτερα αυτό το τραγούδι τον ενδιέφερε να καταχωριστεί ως δικό του. Με μια συνέντευξη-ποταμό στο περιοδικό ‘Κολούμπρα’ με τίτλο ‘Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν’ που είχε δώσει στον συγγραφέα Νίκο Πλατή το 1979, ανέπτυσσε με επιχειρήματα και γεγονότα τη διένεξή του με τον Τσιτσάνη εμμένοντας κυρίως στο πώς είχαν γραφεί οι στίχοι της ‘Κυριακής’.
Λίγο καιρό νωρίτερα και ενώ η δίκη είχε αρχίσει, σχεδόν τα ίδια είχε πει και στον υποφαινόμενο εκεί στο διαμέρισμά του στην παλιά πολυκατοικία της οδού Αγίου Μελετίου. «Είχα γράψει στον τελευταίο στίχο του πρώτου κουπλέ ‘στην κάθε αναποδιά μου’..» μου είχε πει. «…Του Τσιτσάνη, όμως δεν του άρεσε. Το έσβησε κι έγραψε ‘Χριστέ και Παναγιά μου’.. Μα τι γράφεις, εκεί τον ρώτησα ξαφνιασμένος… Δεν έχει νόημα!.. Θα γίνει ρεφρέν! μου απάντησε σίγουρος. ‘Χριστέ και Παναγιά μου’… Αυτός είναι ο στίχος που θα το κάνει επιτυχία! μου τόνισε. Το έβρισκα ανόητο και θύμωσα. Τσαλάκωσα το χειρόγραφο και το πέταξα. Σηκώθηκα κι έφυγα. Ίσως το λάθος μου να ήταν αυτό. Ο Τσιτσάνης το σήκωσε από κάτω και βάλθηκε να το μελοποιήσει όπως το είχε διορθώσει. Αν δεν το απέρριπτα θα είχαμε κλείσει τη συμφωνία, θα είχαμε υπογράψει το συμφωνητικό συνεργασίας για το τραγούδι και δεν εμφανιζόταν τώρα ως μοναδικός δημιουργός του…»
Ο Ρούτσος πέθανε τον Δεκέμβρη του 1981, ο Τσιτσάνης στις 18 Ιανουαρίου του 1984 ακριβώς στην ημέρα των γενεθλίων του (είχε γεννηθεί το 1915), η απόφαση του Αρείου Πάγου βγήκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1987, δηλαδή έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Ρούτσου και τρία από τον θάνατο του Τσιτσάνη. Ήταν απορριπτική για τον ενάγοντα Νίκο Ρούτσο και επέβαλε δικαστική δαπάνη 45.000 δραχμών στη γυναίκα του Αστέρω και στην κόρη του Μάια, που συνέχιζαν τη δίκη στο όνομα του ενάγοντα.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου έθεσε οριστικό τέλος στην υπόθεση πατρότητας των στίχων της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’ από νομικής απόψεως, αλλά από ιστορική άποψη συνεχίζει να υπάρχει η εκδοχή, έστω ως ακραία πιθανότητα, ότι οι στίχοι είναι του ή του Ρούτσου ή του Γκούβερη, πάντως όχι του Τσιτσάνη (την εκδοχή αυτή την υποστηρίζει ο Ηλίας Πετρόπουλος, ρηξικέλευθος ερευνητής και στην ιστορία του Ρεμπέτικου σε συνέντευξή του στο περιοδικό “Ταχυδρόμος το 1973” ).
Πιθανώς τη λύση να τη δώσει μια τεχνική ανάλυση από ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου στη βάση δεδομένων του υπολογιστή να μπουν όλοι οι στίχοι που έχει γράψει ο Ρούτσος, για να διερευνηθεί η συχνότητα χρήσης λέξεων και τρόπου σύνταξης των στιχουργημάτων του. Κάπως, δηλαδή, σαν ανάλυση DNA… Έως τότε, κάθε επιφύλαξη είναι δεκτή.
κείμενο: Γιώργος Βλάχος
Πρώτη εκτέλεση
Ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπιστεύθηκε την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού του σε δυο αυθεντικές φωνές του λαϊκού πενταγράμμου. Στη νεαρή Σωτηρία Μπέλλου με την οποία θα είχε μελλοντικά μακριά συνεργασία και επιτυχίες ("Τα καβουράκια", Όταν πίνεις στην ταβέρνα" κλπ) και στον Πρόδρομο Τσαουσάκη (Μουτάφογλου ή Μουταφίδη) ερμηνευτή ρεμπέτικων τραγουδιών και επίσης στενό του συνεργάτη στα κατοπινά χρόνια κυρίως στη δισκογραφία.
Η φωνή της απογείωσηςΟ Βασίλης Τσιτσάνης εμπιστεύθηκε την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού του σε δυο αυθεντικές φωνές του λαϊκού πενταγράμμου. Στη νεαρή Σωτηρία Μπέλλου με την οποία θα είχε μελλοντικά μακριά συνεργασία και επιτυχίες ("Τα καβουράκια", Όταν πίνεις στην ταβέρνα" κλπ) και στον Πρόδρομο Τσαουσάκη (Μουτάφογλου ή Μουταφίδη) ερμηνευτή ρεμπέτικων τραγουδιών και επίσης στενό του συνεργάτη στα κατοπινά χρόνια κυρίως στη δισκογραφία.
Όταν το 1959 ο Βασίλης Τσιτσάνης ζήτησε από τον Στέλιο Καζαντζίδη να ερμηνεύσει και αυτός την ήδη αγαπημένη "Συννεφιασμένη Κυριακή" του, είχε το δίχως άλλο την ευτυχισμένη έμπνευση που την απογείωσε στο επίπεδο του κλασικού κομματιού. Η νέα "Συννεφιασμένη Κυριακή" του Καζαντζίδη έγινε το εφαλτήριο για την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος του κοινού στα ότι είχε σχέση το ρεμπέτικο τραγούδι και τα ακούσματά του στις αρχές της δεκαετίας του '60. Μαζί με τον μεγάλο λαϊκό ερμηνευτή είχαν συμπράξει η Γιώτα Λύδια και η άγνωστη ακόμα Μαρινέλλα.
http://www.youtube.com/watch?v=ZG8AiQQrrTc&feature=related
Το 1954 ο Μάνος Χατζιδάκις δασκεύασε για πιάνο έξι γνωστές λαϊκές επιτυχίες της εποχής που το ονόμασε "Έξι λαϊκές ζωγραφιές". Ανάμεσά τους, πρώτο κατά σειρά κομμάτι και μεγαλύτερο σε διάρκεια ήταν η Συννεφιασμένη Κυριακή.
Μακάρι, όλες οι συννεφιασμένες ή μη Κυριακές της ζωής μας να ήταν τόσο όμορφες, όσο αυτή του Μάνου Χατζιδάκι.
http://www.youtube.com/watch?v=FD8gK-FoPas
Μακάρι, όλες οι συννεφιασμένες ή μη Κυριακές της ζωής μας να ήταν τόσο όμορφες, όσο αυτή του Μάνου Χατζιδάκι.
http://www.youtube.com/watch?v=FD8gK-FoPas
Γεώργιε,δεν σου ξαναδίνω...συγχαρητήρια γιατι η μία παρουσίαση είναι καλύτερη απο την αλλη!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως εδω που τα λέμε είναι αλήθεια αυτο που γράφης,ότι δηλαδή το τραγούδι "απογειώθηκε" απο
το 1959 που το τραγούδησε ο Στέλιος,μιλάμε για φωνάρα έτσι?
Απόλυτο respect τόσο για το συντάκτη του εξαίρετου αφιερώματος, όσο και για τους "αθάνατους" δημιουργούς και ερμηνευτές του τραγουδιού!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα άρθρο σαν αυτό χρειάζεται πολύ μελέτη για να γραφτεί. Εκτός και αν ο αρθρογράφος συγκεντρώνει στοιχεία δια μέσου των ετών και κάποια στιγμή αποφασίζει να το γράψει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην περίπτωσή σου είμαι σίγουρος ότι ισχύουν και τα δύο!
Γι' αυτό χαίρομαι που μ' έχεις φίλο!!!
Η πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για την ιστορία των στίχων και του τραγουδιού Συννεφιασμένη Κυριακή μού θύμισε μια ιστοριούλα με τον Τσιτσάνη και την Μπέλλου. Πριν χρόνια πολλά, το 1974, μετά τον γάμο μου πήγαμε να γλεντήσουμε το χαρμόσυνο γεγονός με μια παρέα και καταλήξαμε στο μαγαζί του Τσιτσάνη στην Καισαριανή (νομίζω) όπου τραγουδούσε με την Μπέλλου. Στην παρέα μας ήταν, λόγω της αφορμής για το γλεντάκι, και ο αδερφός μου. Ο άνθρωπος αυτός απεχθανόταν κάθε τι το λαϊκό και το ρεμπέτικο, καθότι πολύ κυριλάτος και άσχετος έως εχθρικός με τη λαϊκή κουλτούρα. Όμως, είχε ένα μεγάλο προσόν. Όταν έπινε λίγο πάρα πάνω χαλάρωνε και έμπαινε στο πνεύμα της παρέας. Έτσι και έγινε αυτή τη βραδιά και καλοντυμένος και σικάτος όπως ήταν (ε, στο γάμο της αδερφής του είχε πάει) έριξε και μια ζεϊμπεκιά εκπλήσσοντάς μας όλους. Χτυπώντας το χέρι του κάτω σε μια φιγούρα όμως, κόπηκε από κάποιο γυαλί από ‘σπάσιμο’, και από εκεί τον έχασα. Για λόγους που δεν είναι της παρούσας, εγώ ήμουν η μόνη που είχε παραμείνει νηφάλια, οπότε ανησύχησα και έψαξα να τον βρω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τι να δω; Πίσω από τη σκηνή ήταν ένα καμαρινάκι. Σε ένα τραπεζάκι κάθονταν, ο αδερφός μου με την περιποιημένη κουστουμιά του, η Μπέλλου και ο Τσιτσάνης που περιποιόνταν το τραύμα του οι ίδιοι και τον καθησύχαζαν. Η Μπέλλου από τη μία του καθάριζε την πληγή και ο Τσιτσάνης από την άλλη κρατούσε το τσιρότο να τού το βάλει,και του έλεγαν, - Μη σε νοιάζει παλικάρι μου, δεν είναι τίποτα, και άλλα φιλικά. Και μετά – Καλώστηνα, δεν έχει τίποτα το παιδί.
Εγώ έμεινα άφωνη με την πηγαία ανθρώπινη συμπεριφορά αυτή που στις μέρες μας… Πάντως έκτοτε και ο αδερφός μου απέκτησε άλλη άποψη για τους ρεμπέτες.
Μπράβο βρε Παρήνα!.. Τέτοια θέλει το μαγαζί για να πάρει μπροστά το παρεϊστικο, ώστε στην κουβεντούλα να καταθέτουν όλοι όσοι έχουν κάποιο προσωπικό βίωμα σχετικό με την ανάρτηση. Ας είναι και άσχετο, δεν πειράζει. Το προτίνω ως υπόδειγμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ρεμπετάδικο που λες, αν δεν κάνω λάθος, ήταν το Χάραμα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Ε, ρε τι μαθαίνει κανείς, απ' τη σοφία των παλαιότερων...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερί του στιχουργού της Συννεφιασμένης Κυριακής, αν υποτεθεί ότι ήταν ο Αλέκος Γκούβερης, πιθανή ομάδα αγαπημένη του να ήταν ή ο Άρης ή ο Λαρισαϊκός. Κι αυτό διότι ο Τοξότης είχε ιδρυθεί μόλις ένα χρόνο πριν, ενώ ο Ηρακλής τη διετία 1946-1947 ήταν αήττητος στο τοπικό πρωτάθλημα. Είχε χάσει μόνο από τον Παναθηναϊκό σε φιλικό στο Αλκαζάρ (0-6 νομίζω)...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Dean Martin ήμουνα σίγουρος, ότι μόνον εσύ θα μπορούσες να δώσεις μια κάπως πιο συγκεκιμένη πληροφορία στην υπόθεσή μου, καθότι και γνώστης του ποδοσφαίρου είσαι και "βυσσινής", καθ' όσο γνωρίζω. Βέβαια, το ζητούμενο δεν ήταν ποια ακριβώς από τις τέσσαρες ομάδες υποστήριζε το 1947 ο Γκούβερης, αλλά το γεγονός ότι όντας οπαδός κάποιας από αυτές στη συνέντευξή του είχε αναφέρειότι υποστήριζε ομάδα που τότε δεν υπήρχε. Τέλος πάντων, χρήσιμες οι πληροφορίες για την ιστορία των τοπικών ομάδων, αλλά εκείνο που δεν ξέρω είναι το ότι είχες "φαγωθεί" να διαβάσεις κι άλλη περιπέτεια του "Γκρέκο" κι ενώ είναι δημοσιευμένη μια τέτοια και ίσως η πιο ενδιαφέρουσα εδώ και 20 μέρες δεν είδα κανένα σχετικό σου σχόλιο. Θα μου λύσεις την απορία;
ΑπάντησηΔιαγραφή